παραμυθένιος

παραμυθένιος
α, ο
1) прям. , перен. сказочный;

παραμυθένιοςα ομορφιά — сказочная красота;

2) фантастический, нереальный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "παραμυθένιος" в других словарях:

  • παραμυθένιος, -ια, -ιο — αυτός που ταιριάζει ή συμβαίνει σε παραμύθι, φανταστικός, ιδανικός, απερίγραπτος, ονειρευτός: Ο παραμυθένιος κόσμος των παιδιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραμυθένιος — ια, ιο 1. αυτός που συμβαίνει, υπάρχει ή αρμόζει στα παραμύθια, μυθώδης, φαντασιώδης 2. (ως επαινετικός χαρακτηρισμός) αυτός που θυμίζει την εξωπραγματική ατμόσφαιρα τού παραμυθιού, έξοχος, θαυμαστός(α. «παραμυθένια ομορφιά» β. «παραμυθένια… …   Dictionary of Greek

  • Αμπάτε, Νικολό ντελ’ — (Niccolo dell’ Abbate, Μοντένα 1509; – Φοντενεμπλό 1571). Ιταλός ζωγράφος. Διαμορφώθηκε στον κύκλο του Ντόσο Ντόσι και του Παρμιτζανίνο. Προικισμένος με έμφυτη και λεπτή ευαισθησία για το τοπίο, στις αρχές της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας… …   Dictionary of Greek

  • Γεραλής, Γεώργιος — (Σμύρνη 1917 – 1996). Ποιητής, λεξικογράφος και μεταφραστής. Μικρός εγκαταστάθηκε ως πρόσφυγας με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου σπούδασε φιλολογία και νομικά. Σταδιοδρόμησε ως δημόσιος υπάλληλος. Παράλληλα ασχολήθηκε με την ποίηση και την… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»